νουμήνιος

νουμήνιος
(numenius arquata). Καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Σκολοπακιδών της τάξης των χαραδριομόρφων. Φτάνει σε συνολικό μήκος 70 εκ. με άνοιγμα πτερύγων 1,20 μ.· είναι προικισμένο με λεπτό και κυρτό προς τα κάτω ράμφος, μήκους περίπου 18 εκ. Το φτέρωμα του σώματος του είναι από πάνω καστανωπό με πολλές μικρές μαύρες βούλες, ενώ στα κατώτερα μέρη είναι λευκό με μικρές σκούρες βούλες που υπάρχουν και στο κεφάλι και στον λαιμό, ο οποίος είναι γκριζωπός. Ο ν. ζει στις ελώδεις ζώνες ή κατά μήκος των θαλάσσιων ακτών και στις όχθες των εσωτερικών νερών, όπου τρέφεται κυρίως από μικρά ζώα· βγάζει ένα ηχηρό σφύριγμα με μεταλλικό ήχο. Τα διάφορα είδη ν. φωλιάζουν στις βόρειες περιοχές της Ευρασίας και περνούν τους χειμερινούς μήνες σε ζώνες λιγότερο ψυχρές, κυρίως στα Ν. Ο νουμήνιος ο κυρτόρρυγχος (αριστερά) και ο νουμήνιος ο μικρός. Ζουν στη Β. Ευρώπη και Ασία.
* * *
-α, -ο (Α νουμήνιος, -ον)
1. αυτός που ανήκει στη νουμηνία ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο τής νουμηνίας («ἄρτοι μέν τοι ἦσαν σιφαῑοι,... ἄλλοι νουμήνιοι», Λουκ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο νουμήνιος
είδος πτηνού που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια τών σκολοπακιδών
αρχ.
παροιμ. «συνῆλθεν ἀτταγᾱς καὶ νουμήνιος» — λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι άνθρωποι συναναστρέφονται με άτομα τού ίδιου χαρακτήρα με αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. νουμηνία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νουμήνιος — used at the new moon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμήνιος — used at the new moon masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμήνιον — νουμήνιος used at the new moon masc/fem acc sg νουμήνιος used at the new moon neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νουμηνίου — Νουμήνιος used at the new moon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίου — νουμήνιος used at the new moon masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νουμηνίῳ — Νουμήνιος used at the new moon masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμηνίῳ — νουμήνιος used at the new moon masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νουμήνιε — Νουμήνιος used at the new moon masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουμήνιε — νουμήνιος used at the new moon masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νουμήνιοι — Νουμήνιος used at the new moon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”